Η Ομοιοπαθητική, από τις λέξεις όμοιον και πάθος, είναι μια μέθοδος που βασίζεται στην αρχή των ομοίων και τον κανόνα της απειροελάχιστης δόσης έχοντας ως κεντρικό αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ομοιοπαθητική (European Committee for Homeopathy), που αποτελείται από εκπροσώπους οργανώσεων ομοιοπαθητικών γιατρών, ορίζεται ως «ένα σύστημα πρακτικής ιατρικής, με σκοπό τη μεθοδολογική βελτίωση της υγείας ενός οργανισμού, μέσω της χορήγησης φαρμακολογικά δοκιμασμένων και κατάλληλα επεξεργασμένων ουσιών που επιλέγονται ανά περίπτωση, σύμφωνα με το νόμο των ομοίων. To Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κλασικής Ομοιοπαθητικής ορίζει την ομοιοπαθητική ως «θεραπευτική τέχνη και ιατρική επιστήμη. Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής προτάθηκαν για πρώτη φορά το 1796, από τον Γερμανό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν(1755-1843) και η πρώτη χρήση του όρου ομοιοπαθητική, από τον ίδιο, χρονολογείται το 1807. O όρος αποδίδεται επίσης στον Ιπποκράτη.
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα η ομοιοπαθητική αντιμετωπίστηκε ως ένα εναλλακτικό και συχνά προτιμότερο θεραπευτικό σύστημα, σε σύγκριση με άλλες επίπονες και επικίνδυνες ιατρικές πρακτικές που εφαρμόζονταν. Ο Χάνεμαν έθεσε τα θεμέλια της ομοιοπαθητικής, υποστηρίζοντας πως όλες οι ασθένειες αντιμετωπίζονταν αποτελεσματικότερα εφόσον οι ασθενείς έκαναν χρήση φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα με αυτά των ασθενειών, όταν χορηγούνταν σε υγιείς οργανισμούς. Αργότερα, διατύπωσε την «αρχή της απειροελάχιστης δόσης», θεωρώντας πως η μείωση της συγκέντρωσης ενός φαρμάκου δεν προκαλεί ανάλογη εξασθένιση της επίδρασής του, εφόσον κατά την σταδιακή αραίωση του «δυναμοποιείται» μέσα από μία διαδικασία σταδιακής αραίωσης και βίαιης δόνησης του διαλύματος. Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Χάνεμαν, αναφέρονται συχνά ως «Κλασσική Ομοιοπαθητική», στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο, και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο ομοιοπαθητική συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α.
Η ομοιοπαθητική παραμένει δημοφιλής σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στην Ινδία, ενώ λιγότεροι είναι οι υποστηρικτές της στις ΗΠΑ. Στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά του πληθυσμού που χρησιμοποιεί συμπληρωματικά την ομοιοπαθητική. Το 1997, το 29% του πληθυσμού της Ευρώπης χρησιμοποιούσε ομοιοπαθητικές θεραπείες. Xώρες της κεντρικής και βόρειας Αμερικής, της Ασίας και της Ευρώπης έχουν αναγνωρίσει επίσημα την ομοιοπαθητική, ως σύστημα υγείας ή διακριτή ειδικότητα της ιατρικής. Ορισμένες από αυτές έχουν ενσωματώσει πλήρως την ομοιοπαθητική στο εθνικό σύστημα υγείας τους (κυρίως η Βραζιλία, η Ινδία, το Μεξικό, το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και το Ηνωμένο Βασίλειο).
Ιστορία
Η ομοιοπαθητική αναπτύχθηκε ως μία εναλλακτική θεραπευτική πρακτική έναντι των συχνά επικίνδυνων εφαρμογών της Ιατρικής της εποχής, οι οποίες στηρίζονταν ακόμα στις ιδέες του Ιπποκράτη περί των τεσσάρων χυμών (αίμα, φλέγμα, κίτρινη και μαύρη χολή) που ρυθμίζουν την ανθρώπινη υγεία. Οι πρακτικές της κλασικής ιατρικής, περίπου μέχρι το 19ο αιώνα, επεδίωκαν την εξισορρόπηση των τεσσάρων χυμών, με μεθόδους που προκαλούσαν για παράδειγμα αιμορραγία, διάρροια ή εμετούς του ασθενούς για την αποβολή του θεμελιώδους υγρού που βρισκόταν εκτός ισορροπίας. Η ομοιοπαθητική επινοήθηκε από τον Γερμανό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν(Samuel Hahnemann) στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι απαρχές της χρονολογούνται περίπου το 1790, σε μία περίοδο κατά την οποία ο Χάνεμαν ανέλαβε τη μετάφραση της Materia medica του William Cullen. Διαφωνώντας με την περιγραφή των θεραπευτικών ιδιοτήτων της κινίνης, όπως παρουσιάζονταν στο έργο του Cullen, επιχείρησε να την επαληθεύσει χορηγώντας την ουσία στον εαυτό του. Παρατήρησε πως τα συμπτώματα που προκαλούσε σε υγιείς οργανισμούς, ήταν όμοια με τις διαταραχές για τις οποίες χορηγούνταν ως θεραπεία, καταλήγοντας στην «αρχή των ομοίων», σύμφωνα με την οποία τα όμοια θεραπεύονται με όμοια (similia similibus curantur).
Αρχές της ομοιοπαθητικής
Η ομοιοπαθητική, ως σύστημα υγείας, βασίζεται στην υπόθεση πως η θεραπεία μιας ασθένειας μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό. Η αρχή αυτή ονομάζεται «νόμος των ομοίων» ή «κανόνας των ομοίων» και κατά τους ομοιοπαθητικούς γιατρούς επαληθεύεται εμπειρικά. Η σύνδεση ενός φαρμάκου με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, επιτυγχάνεται μέσα από μία διαδικασία «απόδειξής» του (ή «επαλήθευσης», αγγλ. proving), που συνίσταται στη χορήγησή του σε υγιείς οργανισμούς, καταγράφοντας εμπειρικά όλα τα συμπτώματά που επιφέρει
Δεύτερη βασική και αμφιλεγόμενη αρχή της ομοιοπαθητικής είναι η υπόθεση πως μία ουσία μπορεί να έχει ισχυρά θεραπευτικά αποτελέσματα όταν αραιωθεί σταδιακά σε απειροελάχιστες δόσεις και εφόσον μεταξύ κάθε αραίωσης το διάλυμα αναταράσσεται βίαια, διαδικασία που στην ομοιοπαθητική ορολογία απαντάται ως «δυναμοποίηση» (potentization ή dynamization). Ο Χάνεμαν επιχείρησε να την εξηγήσει, συγκρίνοντάς τη με την παραγωγή θερμότητας ή τη μαγνήτιση υλικών μέσω της τριβής διαδικασίες που δεν ήταν τότε πλήρως κατανοητές. Οι υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής πρεσβεύουν πως όσο μεγαλύτερη είναι η δυναμοποίηση, δηλαδή η αραίωση συνοδευόμενη από τη βίαιη ανατάραξη του διαλύματος, τόσο αυξάνει η θεραπευτική δύναμη της διαλυμένης ουσίας. H επιλογή του ποσοστού αραίωσης δεν ακολουθεί κάποιον αυστηρό κανόνα και η εμπειρία ή η παρατήρηση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Σύμφωνα με ένα τρίτο αξίωμα της ομοιοπαθητικής, οι θεραπείες είναι αποτελεσματικότερες όταν επιλέγονται με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά συμπτώματα και όχι αποκλειστικά εκείνα της ασθένειας. Αυτή η ολιστική και συγχρόνως εξατομικευμένη αντιμετώπιση συνεπάγεται πως ακόμα και αν σε δύο ασθενείς γίνεται η ίδια διάγνωση, ενδέχεται να χορηγηθεί διαφορετικό ομοιοπαθητικό φάρμακο που θα ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα διανοητικά, ψυχικά και σωματικά συμπτώματα του κάθε οργανισμού. Ουσιώδες σημείο της ομοιοπαθητικής είναι η πεποίθηση πως η θεραπευτική αγωγή οφείλει να αποσκοπεί στην ίαση του ατόμου μάλλον παρά της νόσου, δηλαδή δεν αναγνωρίζονται ασθένειες αλλά ασθενείς οργανισμοί.